Η Κρήτη και το ελαιόλαδο

Η καλλιέργεια της ελιάς και η παραγωγή ελαιολάδου υπήρξε παραδοσιακή ασχολία στην Κρήτη από την αρχαιότητα όπως μαρτυρούν τα ευρήματα από την εποχή του Μίνωα. Το εύκρατο μεσογειακό κλίμα με τις ήπιες καιρικές συνθήκες, ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζέστη και  απουσία υγρασίας, ευνοεί  ιδανικά την καλλιέργεια της ελιάς.

Στη  νοτιότερη περιοχή της Κρήτης και ειδικότερα  στην  πεδιάδα της Μεσσαράς Ηρακλείου  και στους  πρόποδες των Αστερουσίων Ορέων  συνδυάζονται τα χαρακτηριστικά  αυτά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ακριβώς γι αυτούς τους λόγους η περιοχή έχει χαρακτηριστεί για το ελαιόλαδο ως  Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ).

Σήμερα, η καλλιέργεια  της  κορυφαίας  Κορωνέικης ποικιλίας είναι σχεδόν η αποκλειστική απασχόληση των κατοίκων και η μέση ετήσια παραγωγή υπερβαίνει τους 50.000 Τόνους.

Δυστυχώς όμως, τα κλιματολογικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής και η ανωτερότητα της ποικιλίας Κορωνέικη   δεν αντανακλώνται στην ποιότητα του ελαιολάδου που παράγεται  επειδή, τόσο η συγκομιδή του ελαιοκάρπου όσο και η ελαιοποίηση γίνονται με τρόπους που παραπέμπουν περισσότερο σε βιομηχανικό προϊόν παρά σε τρόφιμο, χωρίς τους κανόνες και  τις διαδικασίες  που διασφαλίζουν την παραγωγή ελαιολάδου υψηλής ποιότητας.

Έτσι το παραγόμενο ελαιόλαδο, όσον αφορά τα χημικά του χαρακτηριστικά (οξύτητα, υπεροξείδια) και τα οργανοληπτικά του επίσης (φρουτώδες, πικρό, πικάντικο) είναι μέτριας ποιότητας στη συντριπτική του πλειοψηφία. Το χαμηλό ποσοστό στα πρώτα και ιδιαίτερα το υψηλό και ισορροπημένο ποσοστό στα τελευταία είναι τα στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν το άριστο (Premium) εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο και τα οποία το καθιερώνουν, όταν καταναλώνεται ωμό, ως κορυφαία γαστρονομική απόλαυση και σύμμαχο κατά πολλών ασθενειών όπως, την στεφανιαία νόσο, τον καρκίνο, το Αλτσχάιμερ κλπ.

Επιπρόσθετα, ένα πολύ σημαντικό συστατικό του ελαιολάδου το οποίο συνήθως καταστρέφεται ή χάνεται  λόγω των συνθηκών ελαιοποίησης είναι οι πολυφαινόλες που περιέχει  οι οποίες, σύμφωνα με τον κανονισμό 432/2012 του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA), συμβάλουν στην προστασία των λιπιδίων του αίματος από το οξειδωτικό στρες αν η περιεκτικότητα τους  είναι τουλάχιστο 5mg ανά 20 gr ελαιολάδου.

Σύμφωνα δε με μελέτη του Πανεπιστημίου Davis της Καλιφόρνια, τα ελαιόλαδα στα οποία τα επίπεδα ελαιοκανθάλης και ελαιανσίνης υπερβαίνουν 135 και 105 mg/Kg αντίστοιχα, διαθέτουν σημαντική βιολογική δράση καθώς στις ουσίες αυτές έχουν αποδοθεί αντιφλεγμονώδεις, αντιοξειδοτικές, καρδιοπροστατευτικές και νευροπροστατευτικές ιδιότητες.

Αξίζει τέλος να τονιστεί ότι προσφέρονται στο εμπόριο ελαιόλαδα ως εξαιρετικά παρθένα τα οποία στην πραγματικότητα μπορεί να μην είναι, διότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν διαθέτουν την απαιτούμενη πιστοποίηση ότι δεν έχουν  οργανοληπτικό ελάττωμα.

Η ισχύουσα νομοθεσίας (Ευρωπαϊκή Οδηγία 2568/1991) ορίζει ότι ένα  ελαιόλαδο  για να χαρακτηρισθεί εξαιρετικά παρθένο δεν πρέπει να έχει οργανοληπτικό ελάττωμα και ότι αν αυτό ισχύει τότε θα πρέπει η οξύτητα του να είναι κάτω του 0,8%, ως δεύτερη απαίτηση. Ελαιόλαδο το οποίο έχει οργανοληπτικό ελάττωμα κατατάσσεται στα παρθένα ασχέτως αν η οξύτητα του είναι μικρότερη ή του 0,8%.

Η προϋπόθεση αυτή αγνοείται από το ευρύ κοινό και κρύβεται επιμελώς  από το κύκλωμα της εμπορίας του ελαιολάδου το οποίο προβάλλει μόνο αυτή της οξύτητας για  να επικρατεί σύγχυση στους καταναλωτές και να γίνεται κερδοσκοπία εις βάρος τους.